λυσσήρης

λυσσήρης
λυσσήρης, -ῆρες (Α)
λυσσαλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + επίθημα -ήρης* (πρβλ. λευκ-ήρης, μον-ήρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • -ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… …   Dictionary of Greek

  • λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… …   Dictionary of Greek

  • ԿԱՏԱՂԻ — (ղւոյ, ղեաց.) NBH 1 1060 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 11c, 12c, 13c ա. (լծ. լտ. գադու՛լլուս, թ. գօդուղ). λυσσαλήεις , λυσσήρης rabidus, rabiosus μανικός, ἕκφρων insanus, furiosus, furibundus ἅγριος agrestis,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”